νομοθετούμαι

νομοθετούμαι
νομοθετούμαι, νομοθετήθηκα, νομοθετημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νομοθετώ — (ΑΜ νομοθετῶ, έω) [νομοθέτης] συντάσσω και επιβάλλω νόμους, θεσπίζω κανόνες δικαίου, θεσμοθετώ μσν. (για νόμο) ορίζω τις διατάξεις σχετικά με κάτι μσν. αρχ. ορίζω, καθορίζω κάτι με νόμο («εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῑ», Πλάτ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • νομοθετώ — νομοθέτησα, νομοθετήθηκα, νομοθετημένος 1. θέτω, θεσπίζω, συντάσσω κανόνες δικαίου: Τι νόμους πια να κάνουν οι συγκλητικοί; Οι βάρβαροι, σαν έρθουν, θα νομοθετήσουν (Καβάφης). 2. το μέσ., νομοθετούμαι καθορίζομαι, επιβάλλομαι με νόμο:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”